- πλύναντα
- πλύ̱ναντα , πλύνωAcut. (Sp.)aor part act neut nom/voc/acc plπλύ̱ναντα , πλύνωAcut. (Sp.)aor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.